-
1 прекратить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•
разговор κόβω την κουβέντα•
прекратить сношения κόβω σχέσεις•
прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•
-ите работу! σταματήστε τη δουλειά!
σταματώ, παύω τερματίζομαι•дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•
боль -лась ο πόνος σταμάτησε.
-
2 прекратить
прекратитьсов, прекращать несов παύω 0««т·), σταματώ (μετ.) / διακόπτω, κόβω (прерывать):\прекратить разговор παύω τήν συζήτηση· \прекратить работу σταματώ τή δουλειά· \прекратить знакомство κόβω τίς σχέσεις. -
3 закупка
η αγορ/ά, η προμήθειαагент по - ам ο προμηθευτής, ο εφοδιαστής, - и в других странах - ές σε άλλα κράτηраспределять - и через посредническую организацию διανέμω τις - ές μέσω μεσιτικής επιχείρησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закупка